εργαλήιον

εργαλήιον
το
βλ. εργαλείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εργαλείο — το (AM ἐργαλεῑον Α και ιων. τ. ἐργαλήιον) όργανο το οποίο χειρίζεται κανείς για την εκτέλεση κάποιας τεχνικής εργασίας. νεοελλ. 1. απαραίτητο μέσο για μελέτη, σπουδή κ.λπ. («τα εργαλεία τής μελέτης, τής ειδικότητας») 2. το πέος μσν. πολεμική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”